- ξεγοφιάζω
- και ξεγκοφιάζω1. εξαρθρώνω, βγάζω τον γοφό κάποιου2. (κατ' επέκτ.) υποβάλλω κάποιον σε βαριές δουλειές, κουράζω κάποιον υπερβολικά, καταπονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + γοφός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεγοφιάζω — ξεγόφιασα, ξεγοφιάστηκα, ξεγοφιασμένος 1. μτβ., εξαρθρώνω, βγάζω τους γοφούς κάποιου. 2. μτφ., κουράζω κάποιον υπερβολικά. 3. το μέσ., ξεγοφιάζομαι μου βγαίνει ο γοφός, κουράζομαι υπερβολικά: Ξεγοφιάστηκα σήμερα να σηκώνω τόσο βάρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσοκόβω — κουράζω τη μέση κάποιου, καταπονώ, κοψομεσιάζω, ξεγοφιάζω («τή μεσόκοψε τόσο φόρτωμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέση + κόβω] … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεγοφιάρης — α, ικο [ξεγοφιάζω] αυτός τού οποίου εξαρθρώθηκε ο γοφός … Dictionary of Greek
ξεγόφιασμα — και ξεγκόφιασμα, το [ξεγοφιάζω] 1. η εξάρθρωση τού γοφού 2. μτφ. υπερβολική κούραση που προκαλεί πόνο και δυσκαμψία τών γοφών … Dictionary of Greek